ἐνέδραι

ἐνέδραι
ἐνέδρα
sitting in
fem nom/voc pl
ἐνέδρᾱͅ , ἐνέδρα
sitting in
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐνέδρᾳ — ἐνέδραι , ἐνέδρα sitting in fem nom/voc pl ἐνέδρᾱͅ , ἐνέδρα sitting in fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενέδρα — η (AM ἐνέδρα) 1. παραφύλαξη, καρτέρι («ἅμα δὲ τοῑς πολεμίοις ἐνέδραι κατασκευάζονται», Ξεν.) 2. απάτη, επιβουλή («δόλου καὶ ἐνέδρας πλήρης», Πλάτ.) αρχ. 1. θέση, τοποθέτηση σ ένα τόπο («τῶν δὲ ναρθήκων τὰς ἐνέδρας φυλάττεσθαι», Ιπποκρ.) 2. τα… …   Dictionary of Greek

  • Άγδη — (Αgde). Μικρή παραλιακή πόλη (20.300 κάτ. το 2002) της νότιας Γαλλίας, στην εκβολή του ποταμού Ερό. Η Α. ήταν αποικία των Φωκαέων, που έχτισαν προηγουμένως τη σημερινή Μασσαλία. Το όνομα Α. σημαίνει αγαθή τύχη. Η πόλη αναπτύχθηκε με γοργό ρυθμό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”